πυελονεφρίτιδα

πυελονεφρίτιδα
(Ιατρ.). Φλεγμονή της μυελικής και πυελικής περιοχής των νεφρών, που οφείλεται σε κοινά μικρόβια όπως το κολοβακτηρίδιο, ο πρωτεύς, η κλεμπσιέλα, η ψευδομονάς· οι μικροοργανισμοί αυτοί φτάνουν στις ουροφόρους οδούς σπάνια διά της αιματικής οδού κατά τη διάρκεια γενικότερων λοιμώξεων ή δι’ επέκτασης φλεγμονών από γειτονικά όργανα (κόλον, εξαρτήματα κ.ά.), αλλά συχνότερα διά της ανιούσης οδού με την παλινδρόμηση ούρων από την κύστη προς το νεφρό, γι’ αυτό είναι συχνή σε άτομα που έχουν συγγενή ανατομική ανωμαλία στο ουροποιητικό σύστημα, και στις εγκύους. Η π. χαρακτηρίζεται από πυουρία, πολυουρία, δυσουρία, και, καμιά φορά, αιματουρία· συχνά υπάρχει πόνος στην οσφυϊκή και υπογαστρική περιοχή, ρίγος και πυρετός. Η διάγνωση γίνεται με μικροβιολογική εξέταση των ούρων (καλλιέργεια ούρων) και η θεραπεία με αντιβιοτικά. Η π. μπορεί να εξελιχτεί σε χρονία, με υποτροπές αν η θεραπεία γίνει ατελής, πράγμα που με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια.
* * *
η, Ν
1. ιατρ. λοίμωξη και φλεγμονή τού νεφρικού ιστού τής νεφρικής πυέλου, τής κοιλότητας που σχηματίζεται από τη διεύρυνση τού άνω άκρου τού ουρητήρα
2. φρ. «λοιμώδης πυελονεφρίτιδα τών βοοειδών»
(κτην.) πυώδης φλεγμονή τής νεφρικής πυέλου και τού αντίστοιχου νεφρού, που μεταδίδεται κατόπιν στον ουρητήρα ακόμη και στην κύστη, οφείλεται σε κορυνοβακτήριο και εκδηλώνεται με την απέκκριση πυωδών ούρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pyelonephrite (< πύελος + νεφρίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. πυελονεφρῖτις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυελονεφρίτιδα — η ταυτόχρονη φλεγμονή της πυέλου και του νεφρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεφροπάθειες — Παθήσεις των νεφρών που συνήθως διακρίνονται σε παθολογικές και χειρουργικές· μερικές από αυτές αντιμετωπίζονται επιτυχώς άλλοτε με συντηρητική (φαρμακευτική) και άλλοτε με χειρουργική αγωγή. Οι παθολογικές ν. είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες και… …   Dictionary of Greek

  • βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… …   Dictionary of Greek

  • λευκωματουρία — Η παρουσία πρωτεϊνών (λευκωμάτων) στα ούρα σε μετρήσιμες ποσότητες. Ονομάζεται επίσης και λευκωματινουρία, αλβουμινουρία και πρωτεϊνουρία. Τα φυσιολογικά ούρα περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λευκώματος, η οποία δεν μπορεί να υπολογιστεί ποσοτικά με… …   Dictionary of Greek

  • λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”